mountaineering$50572$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mountaineering$50572$ - translation to ολλανδικά

SCOTLAND'S SECOND OLDEST MOUNTAINEERING CLUB
Scottish Mountaineering Club Journal; Scottish Mountaineering Trust; The Scottish Mountaineering Club Journal

mountaineering      
n. het beklimmen van bergen, bergsport
mountain climbing         
  • Antique climbing tools
  • Fixed lines and ladders are distinguishing characteristics of expedition style mountaineering.
  • [[Edelweiss]], a plant associated with mountain sports
  • Mountaineers proceed across snow fields on South Tyrol; other climbers are visible further up the slopes.
  • Mountaineers, circa 1900
  • access-date=2 June 2011}}</ref> summit of [[Imja Tse]] (Island Peak) in [[Nepal]], 2004
SPORT OF MOUNTAIN CLIMBING
Mountain climbing; Mountain climber; Base camp; Alpinism; Basecamp; Mountaineers; Himalaism; Andinism; Alpinist; Mountain Climbing; Mountaineer; Falling rocks; Base Camp; Mountain-climbing; History of mountaineering; Mountaineering history; Peak climbing; Winter mountaineering
berg klimmen

Ορισμός

Mountaineer
·noun A rude, fierce person.
II. Mountaineer ·vi To lie or act as a mountaineer; to climb mountains.
III. Mountaineer ·noun An inhabitant of a mountain; one who lives among mountains.

Βικιπαίδεια

Scottish Mountaineering Club

Established in 1889, the Scottish Mountaineering Club is a club for climbing and mountaineering in Scotland.